- εὐδοκίμουν
- εὐδοκιμέωto be of good reputeimperf ind act 3rd pl (attic epic doric)εὐδοκιμέωto be of good reputeimperf ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐδοκιμοῦν — εὐδοκιμέω to be of good repute pres part act masc voc sg (attic epic doric) εὐδοκιμέω to be of good repute pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
αρμυρίκι — Κοινό όνομα φυλλοβόλων θάμνων ή δενδρυλλίων του γένους τάμαριξ, της οικογένειας των ταμαρικιδών, με φύλλα μικρά, λεπτόμορφα και άνθη επίσης μικρά, κατά μικρούς βότρεις που σχηματίζουν συνήθως επάκριες φόβες. Αυτοφυή είδη των μεσογειακών χωρών… … Dictionary of Greek
ερυθρίνη — (Εrythrina). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, με περίπου 50 είδη, που ευδοκιμούν σε θερμές και τροπικές χώρες. Είναι θάμνοι ή δέντρα, ενώ οι βλαστοί τους έχουν συχνά αγκάθια. Τα φύλλα τους είναι τριμερή και τα άνθη τους, μεγάλα και… … Dictionary of Greek
οικολογία — Τμήμα της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και ιδιαίτερα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Πριν από λίγο σχετικά χρόνο, η ο., ως επιστήμη μελέτης, ήταν περιορισμένη στον γεωργικό τομέα, με αντικειμενικό και πρακτικό… … Dictionary of Greek
ουλοτριχώδη — (ulotrichales). Στην τάξη αυτή ανήκουν διάφορα χλωροφύκη νηματοειδή, διακλαδισμένα ή χωρίς διακλάδωση. Ευδοκιμούν στη θάλασσα ή στο γλυκό νερό. Πολλά είδη ζουν στους βράχους ή στους κορμούς των δέντρων. Ο αγενής πολλαπλασιασμός τους γίνεται με… … Dictionary of Greek
πεπερομία — (peperomia). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των Πιπεριδών. Αριθμεί 500 περίπου είδη, που ευδοκιμούν στις τροπικές και παρατροπικές περιοχές. Είναι δέντρα χαμηλά ή μικροί αναρριχητικοί θάμνοι, μονοετείς ή πολυετείς. Έχουν άνθη μικρά και καρπό… … Dictionary of Greek
πιρόλα — (pirola). Φυτό μικρό της οικογένειας των πυρολιδών. Αριθμεί 20 περίπου είδη. Είναι πόες πολυετείς, χαμηλές, με μακρύ ρίζωμα, με φύλλα παράρριζα, ακέραια ή οδοντωτά και αειθαλή. Τα άνθη τους είναι λευκά, κόκκινα ή κιτρινωπά και ο καρπός τους κάψα … Dictionary of Greek